σκατώνω

σκατώνω
μετ. обгадить, загадить, замарать (калом);
§ τα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σκατώνω" в других словарях:

  • σκατώνω — σκατώνω, σκάτωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκατώνω — Ν [σκατό] 1. μολύνω, ρυπαίνω με περιττώματα 2. μτφ. αποτυχαίνω οικτρά («τά σκάτωσε» τά θαλάσσωσε) …   Dictionary of Greek

  • σκατώνω — σκάτωσα, σκατώθηκα, σκατωμένος 1. αλείφω με σκατά: Σκατώθηκε το μωρό πάλι. 2. «Τα σκάτωσε», απέτυχε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκάτωμα — το, Ν [σκατώνω] 1. ρύπανση με περιττώματα 2. αδέξια ενέργεια που καταλήγει σε αποτυχία, αποτυχία, θαλάσσωμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»